Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προαγωγή
προαγωγίᾱ
προαγωγός
προάγων
προαγωνίζομαι
προαδικέω
προᾴδω
προαιδεῦμαι
προαίρεσις
προαιρετικός
προαιρετός
προαιρέω
προαισθάνομαι
προαίσθησις
προακούω
προαλής
προαλίσκομαι
προαμαρτάνω
προαμείβομαι
προαμῡ́νομαι
πρόᾱν
View word page
προαιρετός
προαιρετόςή όνadjof an action or sim.chosen, purposedArist.

ShortDef

deliberately chosen, purposed

Debugging

Headword:
προαιρετός
Headword (normalized):
προαιρετός
Headword (normalized/stripped):
προαιρετος
IDX:
33948
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33949
Key:
προαιρετός

Data

{'headword_display': '<b>προαιρετός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>προαιρετός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of an action or sim.</Indic><Tr>chosen, purposed</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'προαιρετός'}