Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προαγορεύω
προάγω
προαγωγεύω
προαγωγή
προαγωγίᾱ
προαγωγός
προάγων
προαγωνίζομαι
προαδικέω
προᾴδω
προαιδεῦμαι
προαίρεσις
προαιρετικός
προαιρετός
προαιρέω
προαισθάνομαι
προαίσθησις
προακούω
προαλής
προαλίσκομαι
προαμαρτάνω
View word page
προ-αιδεῦμαι
προ-αιδεῦμαιIon.mid.contr.vbαἰδέομαι be under an obligationw.dat.to someoneHdt.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προαιδεῦμαι
Headword (normalized):
προαιδεῦμαι
Headword (normalized/stripped):
προαιδευμαι
IDX:
33945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33946
Key:
προαιδεῦμαι

Data

{'headword_display': '<b>προ-αιδεῦμαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-αιδεῦμαι</HL><PS>Ion.mid.contr.vb</PS><Ety><Ref>αἰδέομαι</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>be under an obligation</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>to someone<Au>Hdt.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'προαιδεῦμαι'}