Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προάγνῡμι
προαγόρευσις
προαγορεύω
προάγω
προαγωγεύω
προαγωγή
προαγωγίᾱ
προαγωγός
προάγων
προαγωνίζομαι
προαδικέω
προᾴδω
προαιδεῦμαι
προαίρεσις
προαιρετικός
προαιρετός
προαιρέω
προαισθάνομαι
προαίσθησις
προακούω
προαλής
View word page
προ-αδικέω
προ-αδικέωcontr.vb commit the earlier offenceopp. a retaliatory onePlu.pass.be victim of the earlier offenceAeschin.

ShortDef

to be the first in wronging

Debugging

Headword:
προαδικέω
Headword (normalized):
προαδικέω
Headword (normalized/stripped):
προαδικεω
IDX:
33943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33944
Key:
προαδικέω

Data

{'headword_display': '<b>προ-αδικέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-αδικέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>commit the earlier offence<Expl>opp. a retaliatory one</Expl></Tr><Au>Plu.</Au><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Def>be victim of the earlier offence</Def><Au>Aeschin.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'προαδικέω'}