Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρῑ́ων
πρό
προαγγέλλω
προάγγελσις
προάγνῡμι
προαγόρευσις
προαγορεύω
προάγω
προαγωγεύω
προαγωγή
προαγωγίᾱ
προαγωγός
προάγων
προαγωνίζομαι
προαδικέω
προᾴδω
προαιδεῦμαι
προαίρεσις
προαιρετικός
προαιρετός
προαιρέω
View word page
προαγωγίᾱ
προαγωγίᾱorπροαγωγείᾱᾱςfπροαγωγεύω pejor.procuringfor sexual purposespimpingPl. X. Aeschin. Arist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προαγωγίᾱ
Headword (normalized):
προαγωγίᾱ
Headword (normalized/stripped):
προαγωγια
IDX:
33939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33940
Key:
προαγωγίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>προαγωγίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>προαγωγίᾱ<VL><Lbl>or</Lbl><FmHL>προαγωγείᾱ</FmHL></VL></HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>προαγωγεύω</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>pejor.</Indic><Def>procuring<Expl>for sexual purposes</Expl></Def><Tr>pimping</Tr><Au>Pl. X. Aeschin. Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'προαγωγίᾱ'}