Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρῑ́ω
πρῑ́ων
πρό
προαγγέλλω
προάγγελσις
προάγνῡμι
προαγόρευσις
προαγορεύω
προάγω
προαγωγεύω
προαγωγή
προαγωγίᾱ
προαγωγός
προάγων
προαγωνίζομαι
προαδικέω
προᾴδω
προαιδεῦμαι
προαίρεσις
προαιρετικός
προαιρετός
View word page
προαγωγή
προαγωγήῆςfπροάγω prominent position, eminenceof a person within a societyPlb.

ShortDef

a leading on, promotion, rank, eminence

Debugging

Headword:
προαγωγή
Headword (normalized):
προαγωγή
Headword (normalized/stripped):
προαγωγη
IDX:
33938
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33939
Key:
προαγωγή

Data

{'headword_display': '<b>προαγωγή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>προαγωγή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>προάγω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>prominent position, eminence<Expl>of a person within a society</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'προαγωγή'}