Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρῑνώδης
πρῖστις
πρῑστός
πρίω
πρῑ́ω
πρῑ́ων
πρό
προαγγέλλω
προάγγελσις
προάγνῡμι
προαγόρευσις
προαγορεύω
προάγω
προαγωγεύω
προαγωγή
προαγωγίᾱ
προαγωγός
προάγων
προαγωνίζομαι
προαδικέω
προᾴδω
View word page
προαγόρευσις
προαγόρευσιςεωςfπροαγορεύω foretellingof an eventArist. predictionby a seerPlu.

ShortDef

a stating beforehand

Debugging

Headword:
προαγόρευσις
Headword (normalized):
προαγόρευσις
Headword (normalized/stripped):
προαγορευσις
IDX:
33934
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33935
Key:
προαγόρευσις

Data

{'headword_display': '<b>προαγόρευσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>προαγόρευσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>προαγορεύω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>foretelling<Expl>of an event</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></nS1> <nS1><Tr>prediction<Expl>by a seer</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'προαγόρευσις'}