Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀλεγῡ́νω
ἀλέγω
ἀλεεινός
ἀλεείνω
ἀλέη
ἀλέη
ἀλείατα
ἄλειμμα
ἀλείπτης
ἀλείς
ἄλεισον
ἀλείτης
ἄλειφαρ
ἀλείφω
ἄλειψις
ἀλεκτοροφωνίᾱ
ᾱ̓λέκτρινος
ἄλεκτρος
ἀλεκτρυών
ἀλέκτωρ
ᾱ̓λέματος
View word page
ἄλεισον
ἄλεισονουn drinking-cup, gobletHom. Call.

ShortDef

a cup, goblet

Debugging

Headword:
ἄλεισον
Headword (normalized):
ἄλεισον
Headword (normalized/stripped):
αλεισον
IDX:
3392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3393
Key:
ἄλεισον

Data

{'headword_display': '<b>ἄλεισον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἄλεισον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>drinking-cup, goblet</Tr><Au>Hom. Call.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἄλεισον'}