Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Πρίαμος
πρίασθαι
πρίζω
Πρίηπος
πρίν
πρῑνίδιον
πρῑ́νινος
πρῖνος
πρῑνώδης
πρῖστις
πρῑστός
πρίω
πρῑ́ω
πρῑ́ων
πρό
προαγγέλλω
προάγγελσις
προάγνῡμι
προαγόρευσις
προαγορεύω
προάγω
View word page
πρῑστός
πρῑστόςή όνadjπρῑ́ωof ivorysawnOd.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρῑστός
Headword (normalized):
πρῑστός
Headword (normalized/stripped):
πριστος
IDX:
33926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33927
Key:
πρῑστός

Data

{'headword_display': '<b>πρῑστός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πρῑστός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πρῑ́ω</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of ivory</Indic><Tr>sawn</Tr><Au>Od.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πρῑστός'}