Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρήσω
πρήσω
πρητήριον
πρηῡ́νω
πρηών
Πρίαμος
πρίασθαι
πρίζω
Πρίηπος
πρίν
πρῑνίδιον
πρῑ́νινος
πρῖνος
πρῑνώδης
πρῖστις
πρῑστός
πρίω
πρῑ́ω
πρῑ́ων
πρό
προαγγέλλω
View word page
πρῑνίδιον
πρῑνίδιονουndimin.πρῖνος little holm-oakAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρῑνίδιον
Headword (normalized):
πρῑνίδιον
Headword (normalized/stripped):
πρινιδιον
IDX:
33921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33922
Key:
πρῑνίδιον

Data

{'headword_display': '<b>πρῑνίδιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πρῑνίδιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety>dimin.<Ref>πρῖνος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>little holm-oak</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πρῑνίδιον'}