Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρεσβῦτις
πρεσβῡτοδόκος
πρέσγυς
πρευμένεια
πρευμενής
πρῆγμα
πρηγορεών
πρηθῆναι
πρήθω
πρηκτήρ
πρημαίνω
πρηνής
πρῆξις
πρῆσαι
πρῆσις
πρήσσω
πρήσσω
πρηστήρ
πρήσω
πρήσω
πρητήριον
View word page
πρημαίνω
πρημαίνωvbπρῆσαι, seeπίμπρημι of squallsblow, swell, blusterAr.mock-dithyramb

ShortDef

to blow hard

Debugging

Headword:
πρημαίνω
Headword (normalized):
πρημαίνω
Headword (normalized/stripped):
πρημαινω
IDX:
33903
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33904
Key:
πρημαίνω

Data

{'headword_display': '<b>πρημαίνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>πρημαίνω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>πρῆσαι</Ref>, see<Ref>πίμπρημι</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of squalls</Indic><Tr>blow, swell, bluster</Tr><Au>Ar.<LblR>mock-dithyramb</LblR></Au> </vS1> </VE>', 'key': 'πρημαίνω'}