Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρεσβῡ́της
πρεσβῡτικός
πρεσβῦτις
πρεσβῡτοδόκος
πρέσγυς
πρευμένεια
πρευμενής
πρῆγμα
πρηγορεών
πρηθῆναι
πρήθω
πρηκτήρ
πρημαίνω
πρηνής
πρῆξις
πρῆσαι
πρῆσις
πρήσσω
πρήσσω
πρηστήρ
πρήσω
View word page
πρήθω
πρήθωvbseeπίμπρημι

ShortDef

to blow up, swell out by blowing

Debugging

Headword:
πρήθω
Headword (normalized):
πρήθω
Headword (normalized/stripped):
πρηθω
IDX:
33901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33902
Key:
πρήθω

Data

{'headword_display': '<b>πρήθω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>πρήθω</HL><PS>vb</PS></HG><XR>see<Ref>πίμπρημι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πρήθω'}