Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀλέασθαι
ἀλεγεινός
ἀλεγίζω
ἀλεγῡ́νω
ἀλέγω
ἀλεεινός
ἀλεείνω
ἀλέη
ἀλέη
ἀλείατα
ἄλειμμα
ἀλείπτης
ἀλείς
ἄλεισον
ἀλείτης
ἄλειφαρ
ἀλείφω
ἄλειψις
ἀλεκτοροφωνίᾱ
ᾱ̓λέκτρινος
ἄλεκτρος
View word page
ἄλειμμα
ἄλειμμαατοςnἀλείφω ointment, unguentPl. Plu.

ShortDef

anything used for anointing, unguent, fat, oil

Debugging

Headword:
ἄλειμμα
Headword (normalized):
ἄλειμμα
Headword (normalized/stripped):
αλειμμα
IDX:
3389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3390
Key:
ἄλειμμα

Data

{'headword_display': '<b>ἄλειμμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἄλειμμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>ἀλείφω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>ointment, unguent</Tr><Au>Pl. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἄλειμμα'}