Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποστάσιον
ἀπόστασις
ἀποστατέω
ἀποστατήρ
ἀποστάτης
ἀποστατικός
ἀποσταυρόω
ἀποστεγάζω
ἀποστέγω
ἀποστεινόομαι
ἀποστείχω
ἀποστέλλω
ἀποστέργω
ἀποστερέω
ἀποστέρησις
ἀποστερητής
ἀποστερητικός
ἀποστερητρίς
ἀποστερίσκω
ἀπόστημα
ἀποστίλβω
View word page
ἀπο-στείχω
ἀποστείχωvbaor.2
ἀπέστιχον
go away, departHom. hHom. Hdt. S. Call. AR.of the sun, into the nightA.

ShortDef

to go away, to go home

Debugging

Headword:
ἀποστείχω
Headword (normalized):
ἀποστείχω
Headword (normalized/stripped):
αποστειχω
IDX:
338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-339
Key:
ἀποστείχω

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-στείχω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>στείχω</HL><PS>vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.2</Lbl><Form>ἀπέστιχον</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Tr>go away, depart</Tr><Au>Hom. hHom. Hdt. S. Call. AR.</Au><vS2><Indic>of the sun, into the night</Indic><Au>A.</Au></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀποστείχω'}