Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρέσβος
πρεσβυγενείη
πρεσβυγενής
πρέσβυς
πρεσβυτέριον
πρεσβῡ́της
πρεσβῡτικός
πρεσβῦτις
πρεσβῡτοδόκος
πρέσγυς
πρευμένεια
πρευμενής
πρῆγμα
πρηγορεών
πρηθῆναι
πρήθω
πρηκτήρ
πρημαίνω
πρηνής
πρῆξις
πρῆσαι
View word page
πρευμένεια
πρευμένειαᾱςfπρευμενής goodwill, benevolenceE.

ShortDef

gentleness of temper, graciousness

Debugging

Headword:
πρευμένεια
Headword (normalized):
πρευμένεια
Headword (normalized/stripped):
πρευμενεια
IDX:
33896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33897
Key:
πρευμένεια

Data

{'headword_display': '<b>πρευμένεια</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πρευμένεια</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>πρευμενής</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>goodwill, benevolence</Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πρευμένεια'}