Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρεσβηίς
πρέσβις
πρέσβιστος
πρέσβος
πρεσβυγενείη
πρεσβυγενής
πρέσβυς
πρεσβυτέριον
πρεσβῡ́της
πρεσβῡτικός
πρεσβῦτις
πρεσβῡτοδόκος
πρέσγυς
πρευμένεια
πρευμενής
πρῆγμα
πρηγορεών
πρηθῆναι
πρήθω
πρηκτήρ
πρημαίνω
View word page
πρεσβῦτις
πρεσβῦτιςιδοςfacc.
πρεσβῦτιν
old womanA. E. Lys. Pl.

ShortDef

an aged woman

Debugging

Headword:
πρεσβῦτις
Headword (normalized):
πρεσβῦτις
Headword (normalized/stripped):
πρεσβυτις
IDX:
33893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33894
Key:
πρεσβῦτις

Data

{'headword_display': '<b>πρεσβῦτις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πρεσβῦτις</HL><Infl>ιδος</Infl><PS>f</PS><FG><Case><Lbl>acc.</Lbl><Form>πρεσβῦτιν</Form></Case></FG></HG> <nS1><Tr>old woman</Tr><Au>A. E. Lys. Pl.<NBPlus/></Au></nS1></NE>', 'key': 'πρεσβῦτις'}