Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρεσβεύς
πρέσβευσις
πρεσβευτής
πρεσβευτικός
πρεσβεύω
πρέσβη
πρεσβῆες
πρεσβήιον
πρεσβηίς
πρέσβις
πρέσβιστος
πρέσβος
πρεσβυγενείη
πρεσβυγενής
πρέσβυς
πρεσβυτέριον
πρεσβῡ́της
πρεσβῡτικός
πρεσβῦτις
πρεσβῡτοδόκος
πρέσγυς
View word page
πρέσβιστος
πρέσβιστοςsuperl.adjsee underπρέσβυς

ShortDef

eldest, most august, most honoured

Debugging

Headword:
πρέσβιστος
Headword (normalized):
πρέσβιστος
Headword (normalized/stripped):
πρεσβιστος
IDX:
33885
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33886
Key:
πρέσβιστος

Data

{'headword_display': '<b>πρέσβιστος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>πρέσβιστος</HL><PS>superl.adj</PS></HG><XR>see under<Ref>πρέσβυς</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πρέσβιστος'}