Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρᾶτος
πρᾱτοτόκος
πρᾱ́ττω
πρᾱΰγελως
πρᾱΰμητις
πρᾱ́υνσις
πρᾱῡ́νω
πρᾱΰς
πρᾱχθήσομαι
πρέμνον
πρεπόντως
πρεπτός
πρέπω
πρεπώδης
πρέσβα
πρεσβείᾱ
πρεσβεῖον
πρέσβειρα
πρέσβευμα
πρεσβεύς
πρέσβευσις
View word page
πρεπόντως
πρεπόντωςptcpl.advsee underπρέπω

ShortDef

in fit manner, meetly, beseemingly, gracefully

Debugging

Headword:
πρεπόντως
Headword (normalized):
πρεπόντως
Headword (normalized/stripped):
πρεποντως
IDX:
33866
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33867
Key:
πρεπόντως

Data

{'headword_display': '<b>πρεπόντως</b>', 'content': '<XE><HG><HL>πρεπόντως</HL><PS>ptcpl.adv</PS></HG><XR>see under<Ref>πρέπω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πρεπόντως'}