Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πραπίδες
πρασιᾱ́
πρᾱ́σιμος
πράσιος
πρᾶσις
πράσον
πρᾱ́σσω
πρᾱτέος
πρᾱτήρ
πρᾱτός
πρᾶτος
πρᾱτοτόκος
πρᾱ́ττω
πρᾱΰγελως
πρᾱΰμητις
πρᾱ́υνσις
πρᾱῡ́νω
πρᾱΰς
πρᾱχθήσομαι
πρέμνον
πρεπόντως
View word page
πρᾶτος
πρᾶτοςdial.adjπρᾱ́τιστοςdial.superl.adjseeπρῶτοςπρώτιστος

ShortDef

[Dor. > πρῶτος]

Debugging

Headword:
πρᾶτος
Headword (normalized):
πρᾶτος
Headword (normalized/stripped):
πρατος
IDX:
33856
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33857
Key:
πρᾶτος

Data

{'headword_display': '<b>πρᾶτος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>πρᾶτος</HL><PS>dial.adj</PS></HG><HG><HL>πρᾱ́τιστος</HL><PS>dial.superl.adj</PS></HG><XR>see<Ref>πρῶτος</Ref><Ref>πρώτιστος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πρᾶτος'}