Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρᾱξικοπέω
πρᾱ́ξιμος
πρᾶξις
πρᾱ́ξω
πρᾱόνως
πρᾶος
πρᾱότης
πραπίδες
πρασιᾱ́
πρᾱ́σιμος
πράσιος
πρᾶσις
πράσον
πρᾱ́σσω
πρᾱτέος
πρᾱτήρ
πρᾱτός
πρᾶτος
πρᾱτοτόκος
πρᾱ́ττω
πρᾱΰγελως
View word page
πράσιος
πράσιοςᾱ ονadjapp.πράσονof a colourperh.leek-greenPl.

ShortDef

vomitus

Debugging

Headword:
πράσιος
Headword (normalized):
πράσιος
Headword (normalized/stripped):
πρασιος
IDX:
33849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33850
Key:
πράσιος

Data

{'headword_display': '<b>πράσιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πράσιος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>app.<Ref>πράσον</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of a colour</Indic><Qualif>perh.</Qualif><Tr>leek-green</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πράσιος'}