Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρᾱγματικός
πρᾱγμάτιον
πρᾱγματοδῑ́φης
πρᾱγματοκοπέω
πρᾱγματοποιίᾱ
πρᾱγματώδης
πρᾶγος
πρᾱεῖα
πράθον
πρᾱκτέος
πρᾱκτήριος
πρᾱκτικός
πρᾱκτός
πρᾱ́κτωρ
Πράμνειος
πρᾶν
πρᾱνής
πρᾱξικοπέω
πρᾱ́ξιμος
πρᾶξις
πρᾱ́ξω
View word page
πρᾱκτήριος
πρᾱκτήριοςονadjof fortunebringing success in actioneffective, successfulA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρᾱκτήριος
Headword (normalized):
πρᾱκτήριος
Headword (normalized/stripped):
πρακτηριος
IDX:
33832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33833
Key:
πρᾱκτήριος

Data

{'headword_display': '<b>πρᾱκτήριος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πρᾱκτήριος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of fortune</Indic><Def>bringing success in action</Def><Tr>effective, successful</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πρᾱκτήριος'}