Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρᾱγματείᾱ
πρᾱγματειώδης
πρᾱγματεύομαι
πρᾱγματικός
πρᾱγμάτιον
πρᾱγματοδῑ́φης
πρᾱγματοκοπέω
πρᾱγματοποιίᾱ
πρᾱγματώδης
πρᾶγος
πρᾱεῖα
πράθον
πρᾱκτέος
πρᾱκτήριος
πρᾱκτικός
πρᾱκτός
πρᾱ́κτωρ
Πράμνειος
πρᾶν
πρᾱνής
πρᾱξικοπέω
View word page
πρᾱεῖα
πρᾱεῖαfem.adjseeπρᾶος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρᾱεῖα
Headword (normalized):
πρᾱεῖα
Headword (normalized/stripped):
πραεια
IDX:
33829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33830
Key:
πρᾱεῖα

Data

{'headword_display': '<b>πρᾱεῖα</b>', 'content': '<XE><HG><HL>πρᾱεῖα</HL><PS>fem.adj</PS></HG><XR>see<Ref>πρᾶος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πρᾱεῖα'}