Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ποῶ
πρᾶγμα
πρᾱγματείᾱ
πρᾱγματειώδης
πρᾱγματεύομαι
πρᾱγματικός
πρᾱγμάτιον
πρᾱγματοδῑ́φης
πρᾱγματοκοπέω
πρᾱγματοποιίᾱ
πρᾱγματώδης
πρᾶγος
πρᾱεῖα
πράθον
πρᾱκτέος
πρᾱκτήριος
πρᾱκτικός
πρᾱκτός
πρᾱ́κτωρ
Πράμνειος
πρᾶν
View word page
πρᾱγματώδης
πρᾱγματώδηςεςadjcompar.
πραγματωδέστερος
of sophistic writingslaborious, over-wroughtIsoc.of a tasktroublesomeD.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρᾱγματώδης
Headword (normalized):
πρᾱγματώδης
Headword (normalized/stripped):
πραγματωδης
IDX:
33827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33828
Key:
πρᾱγματώδης

Data

{'headword_display': '<b>πρᾱγματώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πρᾱγματώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS><FG><Deg><Lbl>compar.</Lbl><Form>πραγματωδέστερος</Form></Deg></FG></HG> <aS1><Indic>of sophistic writings</Indic><Tr>laborious, over-wrought</Tr><Au>Isoc.</Au></aS1><aS1><Indic>of a task</Indic><Tr>troublesome</Tr><Au>D.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πρᾱγματώδης'}