Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πούς
ποῶ
πρᾶγμα
πρᾱγματείᾱ
πρᾱγματειώδης
πρᾱγματεύομαι
πρᾱγματικός
πρᾱγμάτιον
πρᾱγματοδῑ́φης
πρᾱγματοκοπέω
πρᾱγματοποιίᾱ
πρᾱγματώδης
πρᾶγος
πρᾱεῖα
πράθον
πρᾱκτέος
πρᾱκτήριος
πρᾱκτικός
πρᾱκτός
πρᾱ́κτωρ
Πράμνειος
View word page
πρᾱγματοποιίᾱ
πρᾱγματοποιίᾱᾱςfποιέω scheming behaviourintriguePlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρᾱγματοποιίᾱ
Headword (normalized):
πρᾱγματοποιίᾱ
Headword (normalized/stripped):
πραγματοποιια
IDX:
33826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33827
Key:
πρᾱγματοποιίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>πρᾱγματοποιίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πρᾱγματοποιίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ποιέω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>scheming behaviour</Def><Tr>intrigue</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πρᾱγματοποιίᾱ'}