Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πουλύς
πούς
ποῶ
πρᾶγμα
πρᾱγματείᾱ
πρᾱγματειώδης
πρᾱγματεύομαι
πρᾱγματικός
πρᾱγμάτιον
πρᾱγματοδῑ́φης
πρᾱγματοκοπέω
πρᾱγματοποιίᾱ
πρᾱγματώδης
πρᾶγος
πρᾱεῖα
πράθον
πρᾱκτέος
πρᾱκτήριος
πρᾱκτικός
πρᾱκτός
πρᾱ́κτωρ
View word page
πρᾱγματοκοπέω
πρᾱγματοκοπέωcontr.vbκόπτω meddle in others' business or stir up troublein political ctxt.be meddlesome, be schemingPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρᾱγματοκοπέω
Headword (normalized):
πρᾱγματοκοπέω
Headword (normalized/stripped):
πραγματοκοπεω
IDX:
33825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33826
Key:
πρᾱγματοκοπέω

Data

{'headword_display': '<b>πρᾱγματοκοπέω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>πρᾱγματοκοπέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>κόπτω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Def>meddle in others' business or stir up trouble</Def><vS2><Indic>in political ctxt.</Indic><Tr>be meddlesome, be scheming</Tr><Au>Plb.</Au> </vS2> </vS1> </VE>", 'key': 'πρᾱγματοκοπέω'}