Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πούλυπος
πουλύς
πούς
ποῶ
πρᾶγμα
πρᾱγματείᾱ
πρᾱγματειώδης
πρᾱγματεύομαι
πρᾱγματικός
πρᾱγμάτιον
πρᾱγματοδῑ́φης
πρᾱγματοκοπέω
πρᾱγματοποιίᾱ
πρᾱγματώδης
πρᾶγος
πρᾱεῖα
πράθον
πρᾱκτέος
πρᾱκτήριος
πρᾱκτικός
πρᾱκτός
View word page
πρᾱγματο-δῑ́φης
πρᾱγματο-δῑ́φηςουmδῑφάω one who probes about for lawsuitslawsuit-hunterAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρᾱγματοδῑ́φης
Headword (normalized):
πρᾱγματοδῑ́φης
Headword (normalized/stripped):
πραγματοδιφης
IDX:
33824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33825
Key:
πρᾱγματοδῑ́φης

Data

{'headword_display': '<b>πρᾱγματο-δῑ́φης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πρᾱγματο-δῑ́φης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>δῑφάω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>one who probes about for lawsuits</Def><Tr>lawsuit-hunter</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πρᾱγματοδῑ́φης'}