Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πουλυκτέανος
πουλυμέδιμνος
πουλυμέλαθρος
πουλύμῡθος
πούλυπος
πουλύς
πούς
ποῶ
πρᾶγμα
πρᾱγματείᾱ
πρᾱγματειώδης
πρᾱγματεύομαι
πρᾱγματικός
πρᾱγμάτιον
πρᾱγματοδῑ́φης
πρᾱγματοκοπέω
πρᾱγματοποιίᾱ
πρᾱγματώδης
πρᾶγος
πρᾱεῖα
πράθον
View word page
πρᾱγματειώδης
πρᾱγματειώδηςεςadjof an argument, envisaged as a pastimefull of trouble or effortlaboriousPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρᾱγματειώδης
Headword (normalized):
πρᾱγματειώδης
Headword (normalized/stripped):
πραγματειωδης
IDX:
33820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33821
Key:
πρᾱγματειώδης

Data

{'headword_display': '<b>πρᾱγματειώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πρᾱγματειώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of an argument, envisaged as a pastime</Indic><Def>full of trouble or effort</Def><Tr>laborious</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πρᾱγματειώδης'}