Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ποτός
πότος
ποτόσδω
ποῦ
πουκτεύω
πουλυβότειρα
πουλυκτέανος
πουλυμέδιμνος
πουλυμέλαθρος
πουλύμῡθος
πούλυπος
πουλύς
πούς
ποῶ
πρᾶγμα
πρᾱγματείᾱ
πρᾱγματειώδης
πρᾱγματεύομαι
πρᾱγματικός
πρᾱγμάτιον
πρᾱγματοδῑ́φης
View word page
πούλυπος
πούλυποςπουλύπουςmseeπώλυπος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πούλυπος
Headword (normalized):
πούλυπος
Headword (normalized/stripped):
πουλυπος
IDX:
33814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33815
Key:
πούλυπος

Data

{'headword_display': '<b>πούλυπος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>πούλυπος</HL><VL><FmHL>πουλύπους</FmHL></VL><PS>m</PS></HG><XR>see<Ref>πώλυπος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πούλυπος'}