Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ποτόν
πότορθρος
ποτός
πότος
ποτόσδω
ποῦ
πουκτεύω
πουλυβότειρα
πουλυκτέανος
πουλυμέδιμνος
πουλυμέλαθρος
πουλύμῡθος
πούλυπος
πουλύς
πούς
ποῶ
πρᾶγμα
πρᾱγματείᾱ
πρᾱγματειώδης
πρᾱγματεύομαι
πρᾱγματικός
View word page
πουλυ-μέλαθρος
πουλυ-μέλαθροςονep.adjμέλαθρον of a goddesswith many shrinesCall.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πουλυμέλαθρος
Headword (normalized):
πουλυμέλαθρος
Headword (normalized/stripped):
πουλυμελαθρος
IDX:
33812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33813
Key:
πουλυμέλαθρος

Data

{'headword_display': '<b>πουλυ-μέλαθρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πουλυ-μέλαθρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>ep.adj</PS><Ety><Ref>μέλαθρον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a goddess</Indic><Tr>with many shrines</Tr><Au>Call.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πουλυμέλαθρος'}