Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ποτνιάομαι
ποτόδδω
ποτόν
πότορθρος
ποτός
πότος
ποτόσδω
ποῦ
πουκτεύω
πουλυβότειρα
πουλυκτέανος
πουλυμέδιμνος
πουλυμέλαθρος
πουλύμῡθος
πούλυπος
πουλύς
πούς
ποῶ
πρᾶγμα
πρᾱγματείᾱ
πρᾱγματειώδης
View word page
πουλυκτέανος
πουλυκτέανοςep.adjseeπολυκτέανος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πουλυκτέανος
Headword (normalized):
πουλυκτέανος
Headword (normalized/stripped):
πουλυκτεανος
IDX:
33810
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33811
Key:
πουλυκτέανος

Data

{'headword_display': '<b>πουλυκτέανος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>πουλυκτέανος</HL><PS>ep.adj</PS></HG><XR>see<Ref>πολυκτέανος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πουλυκτέανος'}