Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ποτίφορος
ποτιφωνήεις
ποτιψαύω
πότμος
πότνα
πότνια
Ποτνιαί
ποτνιάομαι
ποτόδδω
ποτόν
πότορθρος
ποτός
πότος
ποτόσδω
ποῦ
πουκτεύω
πουλυβότειρα
πουλυκτέανος
πουλυμέδιμνος
πουλυμέλαθρος
πουλύμῡθος
View word page
πότ-ορθρος
πότ-ορθροςονdial.adjπρόςὄρθρος neut.adv.w.art.around dawnTheoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πότορθρος
Headword (normalized):
πότορθρος
Headword (normalized/stripped):
ποτορθρος
IDX:
33803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33804
Key:
πότορθρος

Data

{'headword_display': '<b>πότ-ορθρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πότ-ορθρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>dial.adj</PS><Ety><Ref>πρός</Ref><Ref>ὄρθρος</Ref></Ety></HG> <aS1><SGrm><GLbl>neut.adv.</GLbl><Indic>w.art.</Indic><Def>around dawn</Def><Au>Theoc.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'πότορθρος'}