Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποστασίᾱ
ἀποστάσιον
ἀπόστασις
ἀποστατέω
ἀποστατήρ
ἀποστάτης
ἀποστατικός
ἀποσταυρόω
ἀποστεγάζω
ἀποστέγω
ἀποστεινόομαι
ἀποστείχω
ἀποστέλλω
ἀποστέργω
ἀποστερέω
ἀποστέρησις
ἀποστερητής
ἀποστερητικός
ἀποστερητρίς
ἀποστερίσκω
ἀπόστημα
View word page
ἀπο-στεινόομαι
ἀποστεινόομαιIon.pass.contr.vbστενός of a boxer's eyesbecome narrowas his face becomes swollenTheoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποστεινόομαι
Headword (normalized):
ἀποστεινόομαι
Headword (normalized/stripped):
αποστεινοομαι
IDX:
337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-338
Key:
ἀποστεινόομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-στεινόομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>στεινόομαι</HL><PS>Ion.pass.contr.vb</PS><Ety><Ref>στενός</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>of a boxer's eyes</Indic><Tr>become narrow<Expl>as his face becomes swollen</Expl></Tr><Au>Theoc.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'ἀποστεινόομαι'}