Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ποτίκρᾱνον
ποτικρίμνημι
πότιμος
ποτινῑ́σομαι
ποτιπεπτηυῖαι
ποτιπέσω
ποτιπτύσσομαι
ποτισαίνω
ποτίσδω
ποτιστάζω
ποτίστατος
ποτίστρη
ποτίσχω
ποτιτέρπω
ποτιτρόπαιος
ποτίφορος
ποτιφωνήεις
ποτιψαύω
πότμος
πότνα
πότνια
View word page
ποτίστατος
ποτίστατοςsuperl.adjseeπότης

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποτίστατος
Headword (normalized):
ποτίστατος
Headword (normalized/stripped):
ποτιστατος
IDX:
33788
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33789
Key:
ποτίστατος

Data

{'headword_display': '<b>ποτίστατος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ποτίστατος</HL><PS>superl.adj</PS></HG><XR>see<Ref>πότης</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ποτίστατος'}