Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ποτικάρδιος
ποτικέκλιται
ποτικιγκλίζομαι
ποτικός
ποτίκρᾱνον
ποτικρίμνημι
πότιμος
ποτινῑ́σομαι
ποτιπεπτηυῖαι
ποτιπέσω
ποτιπτύσσομαι
ποτισαίνω
ποτίσδω
ποτιστάζω
ποτίστατος
ποτίστρη
ποτίσχω
ποτιτέρπω
ποτιτρόπαιος
ποτίφορος
ποτιφωνήεις
View word page
ποτιπτύσσομαι
ποτιπτύσσομαιep.mid.vbseeπροσπτύσσομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποτιπτύσσομαι
Headword (normalized):
ποτιπτύσσομαι
Headword (normalized/stripped):
ποτιπτυσσομαι
IDX:
33784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33785
Key:
ποτιπτύσσομαι

Data

{'headword_display': '<b>ποτιπτύσσομαι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ποτιπτύσσομαι</HL><PS>ep.mid.vb</PS></HG><XR>see<Ref>προσπτύσσομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ποτιπτύσσομαι'}