Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ποτιδόρπιος
ποτιδραμεῖν
ποτίζω
ποτίθες
ποτιθιγγάνω
ποτικάρδιος
ποτικέκλιται
ποτικιγκλίζομαι
ποτικός
ποτίκρᾱνον
ποτικρίμνημι
πότιμος
ποτινῑ́σομαι
ποτιπεπτηυῖαι
ποτιπέσω
ποτιπτύσσομαι
ποτισαίνω
ποτίσδω
ποτιστάζω
ποτίστατος
ποτίστρη
View word page
ποτι-κρίμνημι
ποτι-κρίμνημιdial.vbptcpl.tm.
ποτὶ ... κριμνᾱ́ς
hangw.acc.an anchoragainstw.dat.a shipi.e. raise itPi.tm.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποτικρίμνημι
Headword (normalized):
ποτικρίμνημι
Headword (normalized/stripped):
ποτικριμνημι
IDX:
33779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33780
Key:
ποτικρίμνημι

Data

{'headword_display': '<b>ποτι-κρίμνημι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ποτι-κρίμνημι</HL><PS>dial.vb</PS><FG><Tns><Lbl>ptcpl.<Expl>tm.</Expl></Lbl><Form>ποτὶ ... κριμνᾱ́ς</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Tr>hang<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>an anchor</Prnth>against</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>a ship<Expl>i.e. raise it</Expl><Au>Pi.<LblR>tm.</LblR></Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ποτικρίμνημι'}