Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ποτιδεῖν
ποτιδέρκομαι
ποτιδεύομαι
ποτιδόρπιος
ποτιδραμεῖν
ποτίζω
ποτίθες
ποτιθιγγάνω
ποτικάρδιος
ποτικέκλιται
ποτικιγκλίζομαι
ποτικός
ποτίκρᾱνον
ποτικρίμνημι
πότιμος
ποτινῑ́σομαι
ποτιπεπτηυῖαι
ποτιπέσω
ποτιπτύσσομαι
ποτισαίνω
ποτίσδω
View word page
ποτι-κιγκλίζομαι
ποτι-κιγκλίζομαιdial.mid.vb2sg.impf.
ποτεκιγκλίζευ
fig., of a person submitting to anal intercoursewag one's rump about in responseTheoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποτικιγκλίζομαι
Headword (normalized):
ποτικιγκλίζομαι
Headword (normalized/stripped):
ποτικιγκλιζομαι
IDX:
33776
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33777
Key:
ποτικιγκλίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>ποτι-κιγκλίζομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>ποτι-κιγκλίζομαι</HL><PS>dial.mid.vb</PS><FG><Tns><Lbl>2sg.impf.</Lbl><Form>ποτεκιγκλίζευ</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>fig., of a person submitting to anal intercourse</Indic><Tr>wag one's rump about in response</Tr><Au>Theoc.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'ποτικιγκλίζομαι'}