Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ποτιδέγμενος
ποτιδεῖν
ποτιδέρκομαι
ποτιδεύομαι
ποτιδόρπιος
ποτιδραμεῖν
ποτίζω
ποτίθες
ποτιθιγγάνω
ποτικάρδιος
ποτικέκλιται
ποτικιγκλίζομαι
ποτικός
ποτίκρᾱνον
ποτικρίμνημι
πότιμος
ποτινῑ́σομαι
ποτιπεπτηυῖαι
ποτιπέσω
ποτιπτύσσομαι
ποτισαίνω
View word page
ποτικέκλιται
ποτικέκλιταιep.3sg.pf.pass.seeπροσκλῑ́νω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποτικέκλιται
Headword (normalized):
ποτικέκλιται
Headword (normalized/stripped):
ποτικεκλιται
IDX:
33775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33776
Key:
ποτικέκλιται

Data

{'headword_display': '<b>ποτικέκλιται</b>', 'content': '<XE><RefFm>ποτικέκλιται<LblR>ep.3sg.pf.pass.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>προσκλῑ́νω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ποτικέκλιται'}