Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Ποτῑδᾱ́ων
ποτιδέγμενος
ποτιδεῖν
ποτιδέρκομαι
ποτιδεύομαι
ποτιδόρπιος
ποτιδραμεῖν
ποτίζω
ποτίθες
ποτιθιγγάνω
ποτικάρδιος
ποτικέκλιται
ποτικιγκλίζομαι
ποτικός
ποτίκρᾱνον
ποτικρίμνημι
πότιμος
ποτινῑ́σομαι
ποτιπεπτηυῖαι
ποτιπέσω
ποτιπτύσσομαι
View word page
ποτι-κάρδιος
ποτι-κάρδιοςονdial.adjκαρδίᾱ of Eros' arrows, a lover's woundabout the heartTheoc. Bion

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποτικάρδιος
Headword (normalized):
ποτικάρδιος
Headword (normalized/stripped):
ποτικαρδιος
IDX:
33774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33775
Key:
ποτικάρδιος

Data

{'headword_display': '<b>ποτι-κάρδιος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>ποτι-κάρδιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>dial.adj</PS><Ety><Ref>καρδίᾱ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Eros' arrows, a lover's wound</Indic><Tr>about the heart</Tr><Au>Theoc. Bion</Au></aS1></AE>", 'key': 'ποτικάρδιος'}