Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ποτιβλέπω
Ποτῑδᾱ́ων
ποτιδέγμενος
ποτιδεῖν
ποτιδέρκομαι
ποτιδεύομαι
ποτιδόρπιος
ποτιδραμεῖν
ποτίζω
ποτίθες
ποτιθιγγάνω
ποτικάρδιος
ποτικέκλιται
ποτικιγκλίζομαι
ποτικός
ποτίκρᾱνον
ποτικρίμνημι
πότιμος
ποτινῑ́σομαι
ποτιπεπτηυῖαι
ποτιπέσω
View word page
ποτιθιγγάνω
ποτιθιγγάνωdial.vbseeπροσθιγγάνω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποτιθιγγάνω
Headword (normalized):
ποτιθιγγάνω
Headword (normalized/stripped):
ποτιθιγγανω
IDX:
33773
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33774
Key:
ποτιθιγγάνω

Data

{'headword_display': '<b>ποτιθιγγάνω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ποτιθιγγάνω</HL><PS>dial.vb</PS></HG><XR>see<Ref>προσθιγγάνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ποτιθιγγάνω'}