Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ποτήσθω
ποτητόν
ποτί
ποτιβλέπω
Ποτῑδᾱ́ων
ποτιδέγμενος
ποτιδεῖν
ποτιδέρκομαι
ποτιδεύομαι
ποτιδόρπιος
ποτιδραμεῖν
ποτίζω
ποτίθες
ποτιθιγγάνω
ποτικάρδιος
ποτικέκλιται
ποτικιγκλίζομαι
ποτικός
ποτίκρᾱνον
ποτικρίμνημι
πότιμος
View word page
ποτιδραμεῖν
ποτιδραμεῖνdial.aor.2 inf.seeπροσδραμεῖν

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποτιδραμεῖν
Headword (normalized):
ποτιδραμεῖν
Headword (normalized/stripped):
ποτιδραμειν
IDX:
33770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33771
Key:
ποτιδραμεῖν

Data

{'headword_display': '<b>ποτιδραμεῖν</b>', 'content': '<XE><RefFm>ποτιδραμεῖν<LblR>dial.aor.2 inf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>προσδραμεῖν</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ποτιδραμεῖν'}