Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ποτήριον
ποτής
πότης
ποτήσθω
ποτητόν
ποτί
ποτιβλέπω
Ποτῑδᾱ́ων
ποτιδέγμενος
ποτιδεῖν
ποτιδέρκομαι
ποτιδεύομαι
ποτιδόρπιος
ποτιδραμεῖν
ποτίζω
ποτίθες
ποτιθιγγάνω
ποτικάρδιος
ποτικέκλιται
ποτικιγκλίζομαι
ποτικός
View word page
ποτιδέρκομαι
ποτιδέρκομαιdial.mid.vbseeπροσδέρκομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποτιδέρκομαι
Headword (normalized):
ποτιδέρκομαι
Headword (normalized/stripped):
ποτιδερκομαι
IDX:
33767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33768
Key:
ποτιδέρκομαι

Data

{'headword_display': '<b>ποτιδέρκομαι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ποτιδέρκομαι</HL><PS>dial.mid.vb</PS></HG><XR>see<Ref>προσδέρκομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ποτιδέρκομαι'}