Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ποτήμενος
ποτήνεπε
ποτηνός
ποτήρ
ποτήριον
ποτής
πότης
ποτήσθω
ποτητόν
ποτί
ποτιβλέπω
Ποτῑδᾱ́ων
ποτιδέγμενος
ποτιδεῖν
ποτιδέρκομαι
ποτιδεύομαι
ποτιδόρπιος
ποτιδραμεῖν
ποτίζω
ποτίθες
ποτιθιγγάνω
View word page
ποτιβλέπω
ποτιβλέπωdial.vbποτιγλέπωLacon.vbseeπροσβλέπω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποτιβλέπω
Headword (normalized):
ποτιβλέπω
Headword (normalized/stripped):
ποτιβλεπω
IDX:
33763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33764
Key:
ποτιβλέπω

Data

{'headword_display': '<b>ποτιβλέπω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ποτιβλέπω</HL><PS>dial.vb</PS></HG><HG><HL>ποτιγλέπω</HL><PS>Lacon.vb</PS></HG><XR>see<Ref>προσβλέπω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ποτιβλέπω'}