Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
ποτέφᾱ
ποτή
πότημα
ποτήμενος
ποτήνεπε
ποτηνός
ποτήρ
ποτήριον
ποτής
πότης
ποτήσθω
ποτητόν
ποτί
ποτιβλέπω
Ποτῑδᾱ́ων
ποτιδέγμενος
ποτιδεῖν
ποτιδέρκομαι
ποτιδεύομαι
ποτιδόρπιος
ποτιδραμεῖν
View word page
ποτήσθω
ποτήσθω
Lacon.3sg.mid.imperatv.
πότηται
3sg.
see
ποτάομαι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ποτήσθω
Headword (normalized):
ποτήσθω
Headword (normalized/stripped):
ποτησθω
IDX:
33760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33761
Key:
ποτήσθω
Data
{'headword_display': '<b>ποτήσθω</b>', 'content': '<XE><RefFm>ποτήσθω<LblR>Lacon.3sg.mid.imperatv.</LblR></RefFm><RefFm>πότηται<LblR>3sg.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ποτάομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ποτήσθω'}