Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ποτεπλάσθην
ποτερίσδω
πότερος
ποτερρῑ́πτουν
ποτέρχομαι
ποτεῦ
ποτέφᾱ
ποτή
πότημα
ποτήμενος
ποτήνεπε
ποτηνός
ποτήρ
ποτήριον
ποτής
πότης
ποτήσθω
ποτητόν
ποτί
ποτιβλέπω
Ποτῑδᾱ́ων
View word page
ποτήνεπε
ποτήνεπεdial.3sg.impf.seeπροσεννέπω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποτήνεπε
Headword (normalized):
ποτήνεπε
Headword (normalized/stripped):
ποτηνεπε
IDX:
33754
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33755
Key:
ποτήνεπε

Data

{'headword_display': '<b>ποτήνεπε</b>', 'content': '<XE><RefFm>ποτήνεπε<LblR>dial.3sg.impf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>προσεννέπω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ποτήνεπε'}