Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ποτέομαι
ποτέος
ποτεπλάσθην
ποτερίσδω
πότερος
ποτερρῑ́πτουν
ποτέρχομαι
ποτεῦ
ποτέφᾱ
ποτή
πότημα
ποτήμενος
ποτήνεπε
ποτηνός
ποτήρ
ποτήριον
ποτής
πότης
ποτήσθω
ποτητόν
ποτί
View word page
πότημα
πότημαατοςnflightof ErinyesA.

ShortDef

a flight
draught, potion

Debugging

Headword:
πότημα
Headword (normalized):
πότημα
Headword (normalized/stripped):
ποτημα
IDX:
33752
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33753
Key:
πότημα

Data

{'headword_display': '<b>πότημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πότημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG><nS1><Tr>flight<Expl>of Erinyes</Expl></Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πότημα'}