Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ποτᾱῷος
πότε
ποτέθηκα
Ποτείδαια
Ποτειδᾱ́ν
ποτεῖδον
ποτελέξατο
ποτένθῃς
ποτέοικα
ποτέομαι
ποτέος
ποτεπλάσθην
ποτερίσδω
πότερος
ποτερρῑ́πτουν
ποτέρχομαι
ποτεῦ
ποτέφᾱ
ποτή
πότημα
ποτήμενος
View word page
ποτέος
ποτέοςᾱ ονvbl.adjπῑ́νωof wine, in neg.phr.to be drunkPl.

ShortDef

to be drunk

Debugging

Headword:
ποτέος
Headword (normalized):
ποτέος
Headword (normalized/stripped):
ποτεος
IDX:
33743
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33744
Key:
ποτέος

Data

{'headword_display': '<b>ποτέος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ποτέος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>vbl.adj</PS><Ety><Ref>πῑ́νω</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of wine, in neg.phr.</Indic><Tr>to be drunk</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ποτέος'}