Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ποτάμιος
ποταμός
ποτᾱνός
ποτάομαι
ποταπός
ποτᾶτος
ποταρχέω
ποταυλέω
ποτᾱῷος
πότε
ποτέθηκα
Ποτείδαια
Ποτειδᾱ́ν
ποτεῖδον
ποτελέξατο
ποτένθῃς
ποτέοικα
ποτέομαι
ποτέος
ποτεπλάσθην
ποτερίσδω
View word page
ποτέθηκα
ποτέθηκαdial.aor.seeπροστίθημι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποτέθηκα
Headword (normalized):
ποτέθηκα
Headword (normalized/stripped):
ποτεθηκα
IDX:
33735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33736
Key:
ποτέθηκα

Data

{'headword_display': '<b>ποτέθηκα</b>', 'content': '<XE><RefFm>ποτέθηκα<LblR>dial.aor.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>προστίθημι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ποτέθηκα'}