Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ποτάγω
ποταίνιος
ποταμείβομαι
ποταμέλγομαι
ποταμηίς
ποτάμιον
ποτάμιος
ποταμός
ποτᾱνός
ποτάομαι
ποταπός
ποτᾶτος
ποταρχέω
ποταυλέω
ποτᾱῷος
πότε
ποτέθηκα
Ποτείδαια
Ποτειδᾱ́ν
ποτεῖδον
ποτελέξατο
View word page
ποταπός
ποταπόςinterrog.adjseeποδαπός

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποταπός
Headword (normalized):
ποταπός
Headword (normalized/stripped):
ποταπος
IDX:
33729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33730
Key:
ποταπός

Data

{'headword_display': '<b>ποταπός</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ποταπός</HL><PS>interrog.adj</PS></HG><XR>see<Ref>ποδαπός</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ποταπός'}