Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀλάστωρ
ἀλᾱ́τᾱς
ᾱ̔́λατο
ἀλαωτύς
ἀλγεινός
ἀλγέω
ἀλγηδών
ἄλγημα
ἄλγησις
ἀλγινόεις
ἄλγιστος
ἄλγος
ἀλγῡ́νω
ἀλδαίνω
ἀλδήσκω
ἀλέᾱ
ἀλεαίνω
ἀλέασθαι
ἀλεγεινός
ἀλεγίζω
ἀλεγῡ́νω
View word page
ἄλγιστος
ἄλγιστοςsuperl.adjἀλγίωνcompar.adj seeἀλγεινός

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄλγιστος
Headword (normalized):
ἄλγιστος
Headword (normalized/stripped):
αλγιστος
IDX:
3372
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3373
Key:
ἄλγιστος

Data

{'headword_display': '<b>ἄλγιστος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἄλγιστος</HL><PS>superl.adj</PS></HG><HG><HL>ἀλγίων</HL><PS>compar.adj</PS></HG> <XR>see<Ref>ἀλγεινός</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἄλγιστος'}