Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ποσσί
ποσσίκροτος
ποσταῖος
πόστος
πότ
πότα
ποτάγω
ποταίνιος
ποταμείβομαι
ποταμέλγομαι
ποταμηίς
ποτάμιον
ποτάμιος
ποταμός
ποτᾱνός
ποτάομαι
ποταπός
ποτᾶτος
ποταρχέω
ποταυλέω
ποτᾱῷος
View word page
ποταμηίς
ποταμηίςίδοςfem.adjποταμός of a nymphof a riverAR.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποταμηίς
Headword (normalized):
ποταμηίς
Headword (normalized/stripped):
ποταμηις
IDX:
33723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33724
Key:
ποταμηίς

Data

{'headword_display': '<b>ποταμηίς</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ποταμηίς</HL><Infl>ίδος</Infl><PS>fem.adj</PS><Ety><Ref>ποταμός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a nymph</Indic><Tr>of a river</Tr><Au>AR.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ποταμηίς'}