Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ποσσάκι
ποσσῆμαρ
ποσσί
ποσσίκροτος
ποσταῖος
πόστος
πότ
πότα
ποτάγω
ποταίνιος
ποταμείβομαι
ποταμέλγομαι
ποταμηίς
ποτάμιον
ποτάμιος
ποταμός
ποτᾱνός
ποτάομαι
ποταπός
ποτᾶτος
ποταρχέω
View word page
ποτ-αμείβομαι
ποτ-αμείβομαιdial.mid.vbπρός answersomeoneTheoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποταμείβομαι
Headword (normalized):
ποταμείβομαι
Headword (normalized/stripped):
ποταμειβομαι
IDX:
33721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33722
Key:
ποταμείβομαι

Data

{'headword_display': '<b>ποτ-αμείβομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ποτ-αμείβομαι</HL><PS>dial.mid.vb</PS><Ety><Ref>πρός</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>answer</Tr><Obj>someone<Au>Theoc.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ποταμείβομαι'}